Παραλλαγή του τζετ που σημαίνει άψογα, τέλεια. Πιθανόν προέρχεται από το καθαριστικό Jet, καθώς σημαίνει και πεντακάθαρος.

- Τζετάουα τις έκανα τις αρβύλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
filologas

Συναντάται και ως "τζετέ"