Έκφραση επευφημίας, συνήθως μεταξύ κολλητών, που αναφέρεται στο ρίξιμο ή στο πήδημα μιας γκόμενας...

Η έκφραση ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον σπίκερ Βασίλη Σκουντή στο τρίποντο του Δημήτρη Διαμαντίδη στον ημιτελικό αγώνα του Eurobasket με την Γαλλία.

- Το κάναμε τελικά χθες με την Μαρία
- Έτσι μπράβο! Βάλ' το αγόρι μου...

- Φέυγω, έχω πρώτο ραντεβού με την Κικίτσα...
- Βάλ' το αγόρι μου...

Βάλ\' το αγόρι μου!  (από Hank, 31/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σαλάτα που περιέχει μόνο λαχανικά.

- Σήμερα θα φάω μόνο χλωροφύλλη, γιατί έπηξα τόσες μέρες στα κοψίδια και στους γύρους... Να καθαρίσει και το αντεράκι μου λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί την μπυραρία, με σύντμηση των λέξεων μπύρα + Ιρλανδία (χώρα παραγωγής μερικών από τις πιο διάσημες μπύρες).

- Πάμε στην Μπιρλανδία να σε κεράσω να ξεχάσεις τον πόνο σου με την Μαρία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό της λέξης μπύρα.

- Πιάσε δυο μπυρόνια να γουστάρουμε...

Το θέμα είναι να μοιράζεσαι... (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει τύχη, ευνοϊκή συγκυρία αλλά ταυτόχρονα και την ικανοποίηση, τον ενθουσιασμό του ομιλούντα.

Επίσης ακούγεται ως μου έκατσε κουτί

Πιθανόν να συνδέεται με το κουτί της συσκευασίας, όπου το περιεχόμενο χωράει ακριβώς.

- Εισέπραξα σήμερα την επιστροφή της Εφορίας και μου ήρθε κουτί!

- Ακυρώθηκε το απογευματινό ραντεβού και μου έκατσε κουτί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης άνθρωπος, που χρησιμοποιείται με κοσμητική διάθεση.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και για να περιγράψει μεγαλόσωμους άνδρες...

Προφέρεται και με τους δύο τονισμούς αλλά και ως σκέτο «αθρώπας - άνθρωπας»

Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.

  1. - Τι είπα πάλι ο άνθρωπας! Δοξάστε με...

  2. - Και βλέπω έναν ανθρώπα τρία μέτρα...

  3. - Άμα έχεις όρεξη ρε ανθρώπα, μεγαλουργείς!

Δες και αθρώπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης παλτό, συνήθως με διάθεση υπερθετική και όχι υποτιμητική...

Για δες παλτουδιά που κονόμησα από τον ξάδερφό μου... Εκείνος πάχυνε και δεν του κάνει πια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του ονόματος Κουασιμόδος (ο παραμορφωμένος κωδωνοκρούστης της Παναγίας των Παρισίων του Ουγκώ)

Σημαίνει τον κακάσχημο άνδρα ή γυναίκα που ακολουθεί την τελευταία λέξη της μόδας στο ντύσιμό του / της, με οικτρά όμως συνήθως αποτελέσματα...

- Δες τον κουασιμόδα παλτουδιά! Τσάμπα πάνε τα λεφτά του κακομοίρη με τέτοιο σώμα που έχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναρχικιά γυναίκα, στις ιδέες αλλά και στο ντύσιμο (βλ. ταγάρι)

Η λέξη προέρχεται από σύμπτυξη / περικοπή της σύνθετης λέξης αναρχοκομμούνι, για να μείνει η επιθυμητή από τον λεξιπλάστη κατάληξη -μούνι που δηλώνει γένος θηλυκό.

  1. - Με αναρχομούνι έμπλεξε ο Πέτρος, γι' αυτό κι είναι μέσα σε όλες τις πορείες...

  2. - Όλο αναρχομούνια είναι η σχολή μου, μια γυναίκα κυριλάτη καλοντυμένη δεν βρίσκεις...

(από GATZMAN, 12/11/09)Αναρχομούνα ιν λαβ με σταλίνα: - Πάντα ανάρχα ήσουνα κι αγύριστο κεφάλι, - Κοίτα καλέ που έμπλεξα μ\' έναν σταλινικό. (από Khan, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός γυναίκας λόγω του ντυσίματος της (αμπέχονο, αρβύλες, τζην, φαρδιά μάλλινα πουλόβερ), που καθιερώθηκε την δεκαετία του '70 και αφορούσε κυρίως τις φοιτήτριες...

Το όνομα οφείλεται στον τορβά, το μάλλινο σακίδιο, που είχαν όλες τους περασμένο χιαστί στον ώμο.

Το ντύσιμο υποδηλώνει ανεμελιά, έλλειψη προσεγμένης εμφάνισης και αντίστοιχη φιλοσοφία.

Ο χαρακτηρισμός «ταγάρι» είναι συνώνυμος της απεριποίητης, αντισεξουαλικής γυναίκας.

- Γέμισε ταγάρια το μπαρ, πάμε να φύγουμε...

- Σαν ταγάρι είσαι ντυμένη, βάλε κάτι πιο σένιο...

Η ταγάρι chic βουλευτίνα του Σύριζα Μαρία Κανελλοπούλου (από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified