Ξύπνιος, ανοιχτομάτης, παμπόνηρος, μεγάλη αλεπού.
Προέρχεται από το Ιταλικό furbo - που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Τη λέξη υιοθέτησαν οι Έλληνες φοιτητές και στην κυριολεξία της αλλά, κυρίως, ως απαξιωτικό χαρακτηρισμό για κάποιον που, ανεπιτυχώς, προσπαθεί να τα παίξει μάγκας και να εκμεταλλευθεί τους άλλους. Δηλαδή, για κάποιον που δεν είναι πονηρός αλλά κουτοπόνηρος.
- Ο Μπερλουσκόνι, αγόρι μου, είναι μεγάλος φούρμπος. Όχι μόνο δεν τον κάτσανε στο σκαμνί αλλά να δεις που θα τις πάρει πάλι τις εκλογές.
- Κάτσε ρε φούρμπο ... Πάσχα έφυγες, πήγες να ψήσεις στο χωριό ... της Παναγίας τό 'κανες πενθήμερο γιατί γιορτάζει η γυναίκα σου ... τώρα θες να φύγεις κι όλα τα Χριστούγεννα γιατί έχει προσφορά ο Μάνος για Μπάλι ... κι εμείς πότε θα πάρουμε άδεια, δηλαδή; Του Αγίου Πούτσου ανήμερα; Φούρμπο ... α, φούρμπο ... ντροπή ρε ...
0 comments