Κατά αντιδιαστολή προς το κάνω το χοντρό μου: κατουράω, (για άντρες) αρμέγω τη σαύρα μου.
- Δεν σταματάς λίγο το αυτοκίνητο να κάνω μια επίσκεψη στα χωράφια;
- Γιατί, τι έγινε;
- Ε, θέλω να κάνω το ψιλό μου, τι λες να έγινε δηλαδή;
Κατά αντιδιαστολή προς το κάνω το χοντρό μου: κατουράω, (για άντρες) αρμέγω τη σαύρα μου.
- Δεν σταματάς λίγο το αυτοκίνητο να κάνω μια επίσκεψη στα χωράφια;
- Γιατί, τι έγινε;
- Ε, θέλω να κάνω το ψιλό μου, τι λες να έγινε δηλαδή;
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments