μπιρ μπαρά redirects to μπιρ παρά (for which one more definition been submitted).

Όσο όσο, σε εξευτελιστική τιμή.

  1. Αφού θες να τα διώξεις τα έπιπλα, τι κάνεις παρθενιές. Δώσ' τα μπιρ-μπαρά να γλυτώσεις!

  2. Τόσο κάτω δεν σ' τ' αφήνω το ρολόι, ρε κύριος. Σιγά μη σ' το δώσω μπιρ-μπαρά, να σε κάνω τζάμπα μάγκα.

Αλλιώς και μπιρ παρά. Δες και κοψοχρονιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
emkrit

μπιρ-παρά

ατην Τουρκική: μπιρ=ένας,μία, ένα παράδες=τα χρήματα

#2
iron

κάποιοι παλιοί το λένε και μπιτ μπαρά.

#3
Galadriel

Μπιλ παρά το ήξερα. Παίζει να έχει εξαμερικανιστεί στο μεταξύ, για λεφτά λέμε σο φέρτε το λογαριασμό κιέτσ'

#4
GATZMAN

bit παρά