μπιρ μπαρά redirects here.

Κοψοχρονιά. Τζάμπα πράμα. Έναντι ευτελούς τιμήματος.

Δίνω κάτι μπιρ παρά (bir para) σημαίνει το ξεπουλάω όσο-όσο. Bir στα τούρκικα σημαίνει ένα, ενώ para είναι ο παράς, δηλαδή μια νομισματική μονάδα.

Όχι στο ξεπούλημα του Σισέ μπιρ παρά.

Αλλιώς και μπιρ-μπαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όσο όσο, σε εξευτελιστική τιμή.

  1. Αφού θες να τα διώξεις τα έπιπλα, τι κάνεις παρθενιές. Δώσ' τα μπιρ-μπαρά να γλυτώσεις!

  2. Τόσο κάτω δεν σ' τ' αφήνω το ρολόι, ρε κύριος. Σιγά μη σ' το δώσω μπιρ-μπαρά, να σε κάνω τζάμπα μάγκα.

Αλλιώς και μπιρ παρά. Δες και κοψοχρονιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified