(Από το αγγλικό peak) Όρος της μουσικής τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η κυματομορφή (waveform) ενός ήχου φτάνει σε μια κορυφή (peak) υπερβολικά υψηλής έντασης με αποτέλεσμα κατά την αναπαραγωγή να παραμορφώνεται ο ήχος.

  1. - Πώς σου φαίνεται το κομμάτι που έγραψα;
    - Καλό είναι, αλλά πρόσεξε στη μίξη να μην σου πικάρουν τα πρίμα.

  2. - Παίξε καθόλου με το equalizer γιατί πικάρουνε τα μπάσα.

Το κλιπάρισμα είναι αυτό εδώ. (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Κωνσταντίνος Ωμέγας

sorry αλλα αυτό που αναφέρεις λέγεται κλιπάρω ή ακόμη και κλικάρω μερικές φορές.
πικάρω είναι να το φέρω στην τσίτα που λένε ακριβώς πρίν κλιπάρει το κομμάτι.

#2
Cunning Linguist

Όχι, κλιπάρω σημαίνει είτε να κόβω μέρη του αρχείου, είτε να κόβω τις κορυφές της κυματομορφής χρησιμοποιώντας π.χ. μια παραμόρφωση (βλ. μήδι). Στη δεύτερη περίπτωση, η παραμόρφωση πρώτα πικάρει την κυματομορφή κι έπειτα την κλιπάρει. Ένας ήχος/τραγούδι πικάρει με τη σημασία που περιγράφω όταν π.χ. δίνουμε πολλά μπάσα ή πρίμα με το equalizer ή έχει από μόνο του κακή παραγωγή, οπότε τα ηχεία μπουκώνουν σε κάποιες συχνότητες κι ακούγεται θόρυβος.