Ο νεοσύλλεκτος στον στρατό.
«Απολύομαι ψαρούκλες, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες»
Ο νεοσύλλεκτος στον στρατό.
«Απολύομαι ψαρούκλες, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες»
Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, Νεοκλής, νέοπας, νέοψ, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.
Got a better definition? Add it!
1 comment
vasan
για όσους υπηρέτησαν στον Εβρο και είχαν επαφή με τους τούρκους στρατιώτες σε κάποια φυλάκια ή περιπολίες, το αντίστοιχο του ψάρακα στα τούρκικα ήταν το - μπαλούκ - . Ετσι ένας παλιός δικός μας ενημέρωνε τους Τούρκους ότι υπάρχει ψάρακας στην παρέα.