Αόριστος του ζουφιάζω. Κουρνιάζω.

Η γάτα ζούφιασε στη φωλιά της. Κοιμάται εδώ και ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
dryhammer

Το ζουφιάζω (και ζουφιαίνω) το ξέρω ως γίνομαι κούφιος, από το (τ)ζούφιος.
Τα φύλαγε τα κάστανα για να κάνει γέμιση, αλλά όταν τα άνοιξε είχαν ζουφιάνει. Ήταν όλα (τ)ζούφια.

#2
deinosavros

Με την έννοια που δίνεται στον ορισμό, πρόκειται για το σπανιότατο, μπαμπαδίστικο ρήμα ζουφώνομαι = μαζεύομαι, κουρνιάζω. Πρόχειρα, ο γούγλης δεν αποδίδει τίποτα, δεν θυμάμαι να το έχω δει κάπου γραμμένο εκτός ιντερνετίου, αλλά το έχω ακούσει μερικές φορές στα παιδικάτα μου (μαμαδισμός μάλλον).