Το ζουφιάζω (και ζουφιαίνω) το ξέρω ως γίνομαι κούφιος, από το (τ)ζούφιος.
Τα φύλαγε τα κάστανα για να κάνει γέμιση, αλλά όταν τα άνοιξε είχαν ζουφιάνει. Ήταν όλα (τ)ζούφια.
Με την έννοια που δίνεται στον ορισμό, πρόκειται για το σπανιότατο, μπαμπαδίστικο ρήμα ζουφώνομαι = μαζεύομαι, κουρνιάζω. Πρόχειρα, ο γούγλης δεν αποδίδει τίποτα, δεν θυμάμαι να το έχω δει κάπου γραμμένο εκτός ιντερνετίου, αλλά το έχω ακούσει μερικές φορές στα παιδικάτα μου (μαμαδισμός μάλλον).
2 comments
dryhammer
Το ζουφιάζω (και ζουφιαίνω) το ξέρω ως γίνομαι κούφιος, από το (τ)ζούφιος.
Τα φύλαγε τα κάστανα για να κάνει γέμιση, αλλά όταν τα άνοιξε είχαν ζουφιάνει. Ήταν όλα (τ)ζούφια.
deinosavros
Με την έννοια που δίνεται στον ορισμό, πρόκειται για το σπανιότατο, μπαμπαδίστικο ρήμα ζουφώνομαι = μαζεύομαι, κουρνιάζω. Πρόχειρα, ο γούγλης δεν αποδίδει τίποτα, δεν θυμάμαι να το έχω δει κάπου γραμμένο εκτός ιντερνετίου, αλλά το έχω ακούσει μερικές φορές στα παιδικάτα μου (μαμαδισμός μάλλον).