Είναι τόσο κοντά που δεν αξίζει να το συζητάς.

- Ρε συ, πήγαινε να μου πάρεις τσιγάρα από το περίπτερο...
- Πού να τρέχω τώρα... Άσε...
- Έλα ρε, απ' το μουνί στον κώλο είναι. Μέχρι να πας, γύρισες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εκδήλωσης ικανοποίησης που σημαίνει ότι η ομάδα σου κέρδισε (δύο μηδέν).

- Πόσο ήρθε η Νικάρα;
- Δύο μηδέν λακέρδα!
- Έλα ρε, τέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που είναι πολύ χοντρή, άσχημη, ίσως και να βρομάει. Επίσης δεν έχει πολλούς φίλους και διστάζει να συζητά με τους γείτονες.

- Ο κυρ Κώστας κάθε μέρα δεν ξεχνά να μου λέει καλημέρα και να μου φέρνει την εφημερίδα στην πόρτα μου.
- Ναι είναι ο ιδανικός γείτονας. Απορώ όμως, πώς παντρεύτηκε αυτή τη μπλαμούτσα τη γυναίκα...

(από klanidi, 03/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή Πηλίου και σημαίνει μαλακίζομαι, δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό. Επίσης σε ερώτηση σημαίνει «πας καλά;», «είσαι καλά;»

- Πάμε για μπάνιο στη θάλασσα, Κωστή;
- Κουφομπλώνεις; Έχει κρύο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος δεν πεινά κι έτσι αργεί να τελειώσει το φαγητό του.

- Κοίτα τον πόση ώρα ανακατεύει τα ρεβύθια...
- Ναι, ναι χορτασίλα του μυρίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

after + ελληνική κατάληξη επιρρήματος. Πιο μετά, υστερότερα.

Άσ' το αυτό τώρα! Θα το κάνουμε αφτερότερα που θα είναι πιο ήσυχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε παράτα μας, άει γαμήσου κτλ.

Τι λες ρε φίλε, σοβαρά... Φάε κάναν πεθαμένο να χορτάσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι γεμάτη.

Καλή, αλλά είναι λίγο χοντρομούρω.

Ναι μεν, αλλά, αν σου κάτσει; (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Προστακτική του ρήματος παλουκώνω, προστάζω κάποιον να καθίσει ήσυχα σ' ένα μέρος.

Παλουκώσου επιτέλους! Με ζάλισες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified