Ευμέγεθες πέος, συνώνυμο με τη λέξη κρεατόβεργα.

- Και ενώ οι υπόλοιποι κολυμπούσαν, ξαφνικά ο Μάρκος έσκασε μύτη από τη σκηνή κραδαίνοντας το κρεατομάτσουκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified