Κατάσταση στην οποία οδηγούνται κάποιοι μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών.
Η όψη τους θλιβερή, η φάτσα παραμορφωμένη. Μάτια πρησμένα και κόκκινα, στόμα μισάνοιχτο, μαλλιά αχτένιστα, και ρυτίδες σε έξαρση.
Τάκης: Έλα ρε! Γιατί δεν το σηκώνεις το γαμοτηλέφωνο;
Μανώλης: ... Ποιος είναι;
Τάκης: Ρε μαλάκα κοιμάσαι ακόμα;
Μανώλης: Ωχ, τι ώρα είναι;
Τάκης: Δύο και δέκα. Σε είκοσι λεπτά πρέπει να είμαστε στη Βάρκιζα!
Μανώλης: Όχι ρε πούστη!!!... Ντύνομαι κι έρχομαι να σε πάρω.
Τάκης: ... Καλά ρε μαλάκα πάλι την ήπιες.
Μανώλης: Άσ' το! Ήρθε χθες ο Μάρκος με έναν ξάδερφό του κρητικό , και δύο λίτρα τσικουδιά.
Τάκης: Και σίγουρα τα κατεβάσατε!!
Μανώλης: Ναι μαλάκα, γίναμε κουνουπίδια.
8 comments
nick
στην κρητική διάλεκτο:
α) εγίνηκε καζίκι τση μεθιάς
β) εγίνηκε πηλά
γ) εγίνηκε στάκα
δ) εγίνηκε σταφίδα
ε) εξετσιλακώθηκενε
στ) εγίνηκενε τάπα
ζ) εστάκωσε
poniroskylo
Η ομοιότης είναι, πράγματι, εκπληκτική. Τσίμπα ένα ποντάκι. Και θα σου 'δινα κι ακόμα ένα για τα Κρητικά άμα μπορούσα
nick
συνώνυμο: γίναμε κουδούνι
vikar
Συνώνυμα για την «(υπερβολική) μέθη» υπάρχουν μπόλικα και στα σχόλια του λιάρδα.
jesus
κουνουπίδια είναι κ δύο ίδια κουνούπια, κατά το κλασσικό παιδικό ανέκδοτο.
Vrastaman
...που κατάγονται από το Κουνουπακι-στάν
Ο ΑΛΛΟΣ
Μην κάνετε κλικ στο δεύτερο μήδι: είναι πολύ καλύτερο έτσι όπως φαίνεται σκέτο.
dryhammer
Κι επειδή στα Αλβανικά πίδι είναι το μουνί, κουνουπίδι= κωνωπαιδοίον