Οποιοδήποτε αντικείμενο θαυμασμού.

  1. Είδες τη νέα μηχανή του Κώστα; Μουνάρα!

  2. Ο νέος προγραμματιστής είναι πολύ καλός. Ο κώδικας που γράφει είναι μουνάρα.

Μουνάρα και στο μουσταρδί. (από Galadriel, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
soulto

Η αντίδραση μουνάρας στη θέα μιας άλληςΗ αντίδραση μουνάρας στη θέα μιας άλλης