Βρίσκομαι σε πολύ άσχημη κατάσταση λόγω υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ναρκωτικών ή λόγω φόβου.

-'Ασε, εχθές ήπια 20 μπύρες και έκλασα μπιφτέκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
malakia

Πιπεράτο.

#2
Galadriel

«κλάνω ...άκια», τ, «κλάνω μπιφτεκάκια» χρησιμοποιείται και ως υπερθετικός για καθορισμό του αριθμού μπιφτεκίων που μασαμπουκώθηκαν. Φάγαμε τόσα πολλά μπιφτέκια που κλάναμε μπιφτεκάκια.

Αυτό τώρα σηκώνει μέχρι και συμπληρωματικό ορισμό αλλά βαριέμαι τα πολλά αυτομονταρίσματα και δεν θέλω να με βαθμολογήσετε αυστηρά γιατί πληγώνομαι. Δεν ξέρω, ίσως άλλη μέρα το αποφασίσω.

Το αντικείμενο που προεκυψε από το κλάσιμο είναι πάντα υποκοριστικό και προκύπτει από το αντικείμενο της μασαμπούκας όπως προαναφέρθηκε. Κατά περίπτωση μπορούμε να κλάνουμε τουρτίτσες, τσουρεκάκια, καραμελίτσες, σουβλάκια, ποπκορνάκια, παϊδάκια, σοκολατάκια, γαριδάκια...

Αυτά τα τέσσερα τελευταία είναι άβολα γιατί δεν μπορείς να τα κάνεις υποκοριστικά είναι μόνα τους κι έτσι δε νιώθει ο άλλος εύκολα το βάθος της έκφρασης, όμως η δυσκολία ξεπερνιέται με προσθήκη άλλου ενός υποκοριστικού τ. σουβλακάκια, παϊδακιακούλια, σοκολατακικάκια κλπ.

Για ακόμα μεγαλύτερη επίταση, δίνουμε και χαρακτηρισμό «μικρά» και κάνουμε και κίνηση με το χέρι που δείχνει πόσο μικρά αντικειμενάκια κλάσαμε.

Θα καταλάβατε βέβαια ότι το μικρό το θέματος έχει μεγάλη σημασία γιατί στην τελική στούμπιξες το στομάχι σου με σαβούρα, δεν μπορεί να βγαίνει ατόφια, έναν μετασχηματισμό τον πέρασε, κράτησε κάτι και ο οργανισμός όσο να το κάνεις και γενικώς κλάσαμε τα υπολείματα, πάντα όμως αυστηρά στην αρχική τους μορφή πριν φαγωθούν - απλά σε σμίκρυνση.

Παράδειγμα: -Μαλάκα ήταν τόσο γαμάτο το παστίτσιο που έφαγα μισό ταψί μόνη μου μέσα σε μισή ώρα, έχω βελάξει, φοβάμαι ότι σε λίγο θα κλάνω παστιτσάκια. Ναι ρε, αυτά τα μικροσκοπικά που βγαίνουν όταν γράφει μαλακίες η μες στο σλανγκ, ε, τέτοια.