Αλλιώς και un-παίκτ-able: ο άπαιχτος.

Καλά μεγάλε είσαι unπαικτable! Τι τρελό τρίποντο ήταν αυτό;

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified