Αλλιώς και un-παίκτ-able: ο άπαιχτος.

Καλά μεγάλε είσαι unπαικτable! Τι τρελό τρίποντο ήταν αυτό;

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυάζει την γνωστή μακεδονίτικη γουρουνοχαρά με το γκλάμουρ. Ένα είδος δεξίωσης που γίνεται σε εξωτερικούς χώρους (αυλές, εξοχές, μπαλκόνια, ταράτσες, πεζοδρόμια κλπ). Κυριαρχεί το χοιρινό στα κάρβουνα, ρετσίνα, κρασάκι, τσίπουρο, άντε και καμιά μπυρίτσα. Η μουσική καλύπτει όλο το δημοτικό ρεπερτόριο (και Έφη Θώδη). Οι παρευρισκόμενοι είναι αυστηρώς συνεργάτες, πελάτες και συγγενείς πρώτου βαθμού. Πάντα όμως υπάρχει χώρος για τον λιγούρη περαστικό.

- Είστε όλοι καλεσμένοι στο γουρουνογκαλά που θα οργανώσει η εταιρεία μας στις ..... ..... .....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified