Είναι το μέρος τίγκα (καρά-) στους άντρες (-πουτσαριό).
Συνώνυμα: σβερκαρία, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, ψωλαρία, πουτσοπανήγυρος.
- Τι να σου πω ρε συ, περίεργο πράμα: κάθε φορά που βγαίνω με τη δικιά μου σ' ένα μαγαζί, γίνεται μουνοθύελλα... Όταν πάλι πηγαίνω με κανέναν φίλο στο ίδιο μαγαζί, τίποτα, καραπουτσαριό...
- Λοιπόν το ίδιο παθαίνω κι εγώ! Μυστήριο...
3 comments
acg
Το καραπουτσαριο επισης χρησιμοποιειται για να περιγραψει μια ισχυρη δοση σταρχιδισμου ή γραψαρχιδισμου (πχ. «Πηγα στο ΙΚΑ και ημουν 3 ωρες στην ωρα και τα κοπορσκυλα απο μεσα καραπουτσαριο - ουτε που τους ενοιαζε... φραπεδακι, τσιγαρακι και αγιος ο Θεος...)
Cunning Linguist
Αυτό που λες το έχει γράψει ήδη η ironick στον πρώτο ορισμό του λήμματος!
acg
Ενα μυαλο χειμωνα καλοκαιρι τι να σου κανει... Δεν το ειδα ο δυσμοιρος.