Είναι το μέρος τίγκα (καρά-) στους άντρες (-πουτσαριό).

Συνώνυμα: σβερκαρία, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, ψωλαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Τι να σου πω ρε συ, περίεργο πράμα: κάθε φορά που βγαίνω με τη δικιά μου σ' ένα μαγαζί, γίνεται μουνοθύελλα... Όταν πάλι πηγαίνω με κανέναν φίλο στο ίδιο μαγαζί, τίποτα, καραπουτσαριό...
- Λοιπόν το ίδιο παθαίνω κι εγώ! Μυστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
acg

Το καραπουτσαριο επισης χρησιμοποιειται για να περιγραψει μια ισχυρη δοση σταρχιδισμου ή γραψαρχιδισμου (πχ. «Πηγα στο ΙΚΑ και ημουν 3 ωρες στην ωρα και τα κοπορσκυλα απο μεσα καραπουτσαριο - ουτε που τους ενοιαζε... φραπεδακι, τσιγαρακι και αγιος ο Θεος...)

#2
Cunning Linguist

Αυτό που λες το έχει γράψει ήδη η ironick στον πρώτο ορισμό του λήμματος!

#3
acg

Ενα μυαλο χειμωνα καλοκαιρι τι να σου κανει... Δεν το ειδα ο δυσμοιρος.