Επρόκειτο δια χαρακτηρισμό κατάστασις η οποία είναι εξαιρετικά δυσμενής δια τον λέγοντα (και εννίοτε δε κλαίγοντα)! Συνιρμηκώς προέρχεται παρά της λέξεως «πουταναριό». Ενδεχομένως, συμφωνα με άλλη ερμηνεία, αι καταβολαί της λέξεως προέρχονται από τον κόσμο των οίκων ανοχής και υποδηλεί (τοιαύτη λέξη) τον χαμηλής υποστάθμης οίκο ανοχής.

Κλέων, εν ώρα αναμονής στο ΙΚΑ: «Μα αγανακτώ και εξίσταμαι πλέον! Περιμένω εις την ουρά ήδη μίαν ώρα δια μίαν σφαγίδα μετ' υπογραφής!»

Μήτρουλας: «Εμ, κι τι να γίν' δηλαδ' κύριος; Δε ξες ούτι ιδώ γίνεται καραπουτσαριό;»

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το μέρος τίγκα (καρά-) στους άντρες (-πουτσαριό).

Συνώνυμα: σβερκαρία, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, ψωλαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Τι να σου πω ρε συ, περίεργο πράμα: κάθε φορά που βγαίνω με τη δικιά μου σ' ένα μαγαζί, γίνεται μουνοθύελλα... Όταν πάλι πηγαίνω με κανέναν φίλο στο ίδιο μαγαζί, τίποτα, καραπουτσαριό...
- Λοιπόν το ίδιο παθαίνω κι εγώ! Μυστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύμα κατάσταση, χαοτικές συνθήκες, υπηρεσίες, ή μέρη όπου ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί τίποτα.

- Γαμώτο, έχασα την εκπομπή που ήθελα να δω...
- Δεν είχες δει το πρόγραμμα;
- Το είχα δει αλλά φαίνεται πως τελικά έδειξαν άλλα.
- Ε καλά, δεν τα ξέρεις τα κανάλια; Καραπουτσαριό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified