Μέρος που έχει μόνο άντρες. Μια παρέα όλο άντρες. Συνώνυμα: αρχιδόκαμπος, αρχιδαρία, ψωλαριό, πουτσαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Τι έλεγε το μπαράκι χτες, γκομενάκια είχε;
- Σοβαρέψου ρε, στο Eindhoven είμαστε, σκέτη ψωλαρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Ψωλαρία, ψωλαρά... χιόνι, πέφτει από ψωλά
χιόνι πέφτει και σκεπάζει το καβλί μας