Ηρεμώ, έρχομαι στα ίσα μου.

Δεν μπορώ άλλο με την δουλειά, πρέπει να πάρω άδεια να πάω διακοπές να στανιάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Ίσως από το ιταλικό stagnare=κολλάω, κλείνω ερμητικά

#2
HODJAS

Ιταλικά: Aqua stagnata είναι το λιμνάζον ήρεμο νερό / έλος.

#3
Gambertais

σωστός είναι ο ορισμός του poniroskylo

#4
podilatius

Στανιάρισμα είναι η στεγανοποίηση ξύλινων σκαφών μετά το «καλαφάτισμα» ( καλαφάτισμα = Το γέμισμα των σχισμών (ρωγμών) των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών με ξεφτίσματα από κάβους, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα. )
Αφού γίνει αυτό, τα μικρά σκάφη (βάρκες κυρίως) τα βούλιαζαν να φουσκώσουν τα ξύλα και να γίνει ακόμα πιο μεγάλη στεγανοποίηση και μετά από μια βδομάδα περίπου, ήταν έτοιμα για πλεύση

#5
iron

α, φχαριστούμε πολύ ποδηλάτιε!

#6
iwn

Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη στεγάνωση, χωρίς διαρροή, έπειτα όμως απο κάποιο χρονικό διάστημα όπου μεσολαβούν κάποιες άλλες αργές ενδιάμεσες διεργασίες.

πχ ενα δοχείο με νερό ή ένας σωλήνας, με μικρή διαρροή , που ψιλοστάζει η "δακρύζει", και λειτουργεί σε χαμηλή πίεση, θα στανιάρει (θα στεγανώσει) πιθανότατα απο μόνο του έπειτα απο κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα, απο τη συσσώρευση αλάτων στη σχισμή.