Η κοκαΐνη ή αλλιώς κόκα. Συνήθως την μετράνε σε gr, δηλαδή γραμμάρια.

  1. Θα πιούμε την κοκό μας και θα πάμε στο πάρτι.

  2. Τρία gr κοκό φτάνουν.

Σχετικά: κοκορέτσι, κοκόρι, κοκακόλα, αναψυκτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

κοκο
Το γαμησι
Μη μου κολοτριβεσαι συνεχεια, εχω τα ρουχα μου και σημερα δεν εχει κοκο