Ορμητική προσαγωγή ή απομάκρυνση ατόμου από συνήθως χειροδύναμο εκτελούντα/ούσα. Προφανώς προέρχεται από το οικοδομικό χειραμαξίδιο, το οποίο χρησιμοποιούν οι οικοδόμοι για την μεταφορά φορτίων.

Απαντάται και ως καροτσάκι πάω.

- Ο τύπος πήγε να κάνει τσαμπουκά αλλά τον πήρε καροτσάκι ο Μπάμπης μέχρι την γωνία... (μετά δεν είδαμε...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified