Ξαφρίζω, σουφρώνω, ψειρίζω, τσουρνεύω, κλέβω ρε αδερφέ.

Το ρήμα και οι λοιπές μορφές της λέξης (π.χ. το σκούφωμα) σχετίζονται με την πρόσκαιρη κρυψώνα του κλαπέντος αντικειμένου στο κενό μεταξύ του τριχωτού της κεφαλής και του σκούφου προς εξαπάτηση του ατυχούς ιδιοκτήτη.

Προφανώς η χρήση του είναι περιορισμένη και άμεσα εξαρτημένη από τον όγκο και το βάρος του αντικειμένου του πόθου του κλέφτη.

... τον ρώτησα αν ήθελε έναν καφέ ή ένα κρύο νερό, μη μας πει και γύφτους. Πάω λοιπόν να του φέρω το νερό -πόσο να έλειψα, ένα λεπτό, δύο;-, και μέχρι να έρθω προφανώς μου σκούφωσε το κινητό ο πούστης, που να μην του σηκωθεί ποτέ ξανά του καριόλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified