Το «βούλωσέ το» εν συντομία.
- Ρε ρεμάλι, αχαΐρευτε, τεμπελχανά που στραβώθηκα και σε παντρεύτηκα, μπλα μπλα μπλα... - Έλα βούλω το, μη σε πάρει και σε σηκώσει.
Δες και -ω.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-07-30 12:52:59+00:00 Last modified 2015-05-05 18:54:14+00:00
iron
2008-10-06 17:38:42+00:00
(αν και το προτιμώ) γιατί βούλοτο κι όχι βούλωτο;
vikar
2009-02-02 15:26:34+00:00
Θά 'γραφα καλύτερα βούλω το ή βούλω' το, όπως και για άλλες αργκό προστακτικές που βγαίνουν απο ρήματα σε -ώνω: τσάκω, πλέρω, σήκω (στην μεταβατική του έννοια: «σήκω λίγο την καρέκλα ρε να περάσω το καλώδιο»)...
Μάλλον λέει ν' αλλάξει ο τίτλος.
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
2 comments
iron
(αν και το προτιμώ) γιατί βούλοτο κι όχι βούλωτο;
vikar
Θά 'γραφα καλύτερα βούλω το ή βούλω' το, όπως και για άλλες αργκό προστακτικές που βγαίνουν απο ρήματα σε -ώνω: τσάκω, πλέρω, σήκω (στην μεταβατική του έννοια: «σήκω λίγο την καρέκλα ρε να περάσω το καλώδιο»)...
Μάλλον λέει ν' αλλάξει ο τίτλος.