Το ποτό ή το ρόφημα που, λόγω ξενερωσιάς ή τσιγκουνιάς, έχει παρασκευαστεί με πολύ περισσότερο νερό απ' όσο χρειάζεται.
- Να σου κάνω μια σούπα, πού 'χεις τον λαιμό σου;
- Μπλιάξ! Δεν τα πίνω εγώ αυτά τα νερομπούλια!
- Καλά βρε παιδάκι μου, μη φωνάζεις και βήχεις όλη νύχτα, να σ' την κάνω σφιχτή...
- Όχι ρε μάνα, άσε με ήσυχο, θα ξεράσω!
- Μα αφού το είπε κι ο γιατρός ότι θα σου κάνει καλό.- Δεν ξαναπάω σ' αυτή την καφετέρια, όλο νερομπούλι τον κάνει τον καφέ.
7 comments
jesus
κ ως γνωστόν, οι πυραμίδες στην αίγυπτο καθυστερούσαν επειδή ο καφές ήταν νερομπούλη.
'πρέπει να έχει ωραία θέα από κειπάνω!!!'
jesus
εεε...νερομπούλι βασικά
'στα τρία την έκοψα, αστερίξ, στα τρία!!!'
Cunning Linguist
jesus, τα μπέρδεψες! Αυτό είναι από ένα τιραμισουρεαλιστικό μικυμάου με τον Μίκυ και τον Γκούφη που είχε κυκλοφορήσει στο «Κόμιξ».
Συνώνυμο του νερομπουλίου είναι το ξέπλυμα.
jesus
μπά γαμώτο κάνε...
iron
επίσης νερομπλούμ (ή μόνο εγώ το λέω;)
MXΣ
ναι, παίζει, και σκέτο μπλουμ, κατά το «πατάτες μπλουμ»
Khan
Ετυμολογείται από το ιταλικό bollire= βράζω. (Δες).