Ξαφνική, συνήθως, μεταβολή της ψυχικής διάθεσης προς το χειρότερο.

Ήμουν μία χαρά όλη μέρα, τι ήθελα και έκατσα να δω ειδήσεις, έπαθα φοβερό νταούνιασμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

και το ρήμα είναι νταουνιάζω, εννοείται από το είμαι down

#2
poniroskylo

Και υπάρχει ήδη το λήμμα νταουνιασμένος.

#3
provato

σόρη! :-))

#4
poniroskylo

Έλα ρε, τώρα ... νέμα προμπλέμα.