Ξαφνική, συνήθως, μεταβολή της ψυχικής διάθεσης προς το χειρότερο.
Ήμουν μία χαρά όλη μέρα, τι ήθελα και έκατσα να δω ειδήσεις, έπαθα φοβερό νταούνιασμα!
Got a better definition? Add it!
Published 2008-10-08 13:10:32+00:00 Last modified 2009-01-31 16:36:30+00:00
iron
2008-10-08 13:43:31+00:00
και το ρήμα είναι νταουνιάζω, εννοείται από το είμαι down
poniroskylo
2008-10-08 13:54:36+00:00
Και υπάρχει ήδη το λήμμα νταουνιασμένος.
provato
2008-10-08 13:56:02+00:00
σόρη! :-))
2008-10-08 14:16:57+00:00
Έλα ρε, τώρα ... νέμα προμπλέμα.
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
4 comments
iron
και το ρήμα είναι νταουνιάζω, εννοείται από το είμαι down
poniroskylo
Και υπάρχει ήδη το λήμμα νταουνιασμένος.
provato
σόρη! :-))
poniroskylo
Έλα ρε, τώρα ... νέμα προμπλέμα.