Συνώνυμο του «πάτος», «κωλοτρυπίδα». Χρησιμοποιείται και μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά.

  1. Άμα ξαναργήσεις θα σου σκίσω το πατούρι. Δεν είμαι μαλάκας να σε περιμένω με τις ώρες.

  2. Κατά την διάρκεια οθωμανικού σεξ: «Έχεις πολύ στενό πατούρι, την έχω καταβρεί μαζί σου».

  3. Έχω πήξει στην δουλειά αυτήν την βδομάδα. Μου 'χει ματώσει το πατούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

να σου το πουν αυτό στην περίπτωση 2! αχαχαχααα!