1. Ρούχο ή αντικείμενο ευτελούς ποιότητας.
  2. Άτομο κατεστραμμένο.
  1. Σιγά μην δώσω 30 ευρώ για ένα ξεφτιλίκι!
  2. Πήρες τηλέφωνο το ξεφτιλίκι να μαζευτεί στο σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Ωραίος. Μόνο σά συνώνυμο της ξεφτίλας το είχα ακούσει ως τώρα.

#2
vikar

Χμμ... Ωραία έπρεπε να πώ. Είναι κι' ο λίζαρντ με δύο ζί, βλέπεις. (Καμιά φορά αξίζει τον κόπο να βλέπεις και κάνα προφίλ, είν' η αλήθεια...)