Όχι, δεν είναι η γκόμενα που τον καλορουφάει, θα μιλήσω για κάτι γενικότερο.

Ρουφήχτρα είναι μια κατάσταση που σε αποσπά (ή κοντεύει να σε αποσπάσει) πλήρως από άλλες υποχρεώσεις και καθήκοντα, σε ρουφάει δηλαδή σε τέτοιο βαθμό ώστε κινδυνεύεις να αποπροσανατολιστείς τελείως και να μην ασχολείσαι με τίποτ' άλλο.

Η λέξη έχει για πρώτη της σημασία τη ρουφήχτρα που δημιουργείται σε μια λίμνη όταν, στον πυθμένα της, υπάρχει κάποιο άνοιγμα από το οποίο φεύγει το νερό. Το σημείο αυτό είναι απολύτως επικίνδυνο. Όποιος κολυμβητής ή κωπηλάτης βρεθεί κατά κει, πνίγεται και εξαφανίζονται τα ίχνη του.

- Γιατί δεν ήρθες χθες το βράδυ;
- Κόλλησα στο σλανγκ.τζιάρ. Μεγάλη ρουφήχτρα. Σε λίγο δεν θ' ασχολούμαστε με τίποτ' άλλο...
- Καλά μεγάλε, ηρέμησε, σε βλέπω στων Παίδων σε λίγο και σένα.

slang.roufixtra (από Vrastaman, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published

#1
GATZMAN

Πολύ καλό, επίκαιρο και διαχρονικό !!

#2
iron

μερσί, μερσί!

#3
GATZMAN

Σλανγκοενσημα δε δίδονται....λυγμ

#4
xalikoutis

βράσταμαν, να και Μανιάτης, είσαι Μυριομυδώνας

#5
Vrastaman

Στην Κρήτη και στη Μάνη
φορέσανε Αρμάνι

#6
malakia

Εναλλακτικά, ρουφήχτρα είναι και ο γκέι άνδρας. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, ομοφυλόφιλος ο ίδιος, είχε γράψει το εξής:

[I]
Μην είσαι σε κανένα σινεμά,
μην παίζεις σε κανένα σφαιριστήριο;
Ή τάχα, ποιά ρουφήχτρα να σε χαίρεται
σε ποιό δωμάτιο σε ποιο πάρκο σε ποιο κέντρο;[/I] κλπ.

#7
electron

ρουφήχτρα επίσης λέγεται η «μαλακή» μπασκέττα. Η μπασκέττα που τα σίδερα της δεν είναι ελαστικά, με αποτέλεσμα, λόγω μικρότερων αναπηδήσεων να μπαίνουν πιο πολλά καλάθια. Βαριέμαι να το γράψω, αν κάποιος έχει όρεξη ας το επιβεβαιώσει και ας το γράψει