Μάγκικη συντομογραφία της λέξης «μπουκάλα», δηλαδή φιάλη αλκοόλ σε κλαμπ.
- Έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις (βλ. και κάβα)
- Χτες ήπιαμε μια κάλα χιροσίμα και γίναμε κόκαλα.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-11-24 11:38:43+00:00 Last modified 2015-05-29 18:45:24+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments