Σύνθετη λέξη μουνί+αρχίδι = μουνάρχιδο.
Συμπεριφέρεται ανάξια και ύπουλη προς τους συνανθρώπους του και την παρέα του.

- Τάκη μου έφαγε την γκόμενα ο Γιώργης.
- Σου το είχα πει, ρε μαλάκα, είναι μεγάλο μουνάρχιδο εσύ επέμενες να τον κάνουμε παρέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Καθώς και αρχιδόμουνο.