Λεφτά που βγάζει κάποιος ανεπίσημα ή παράνομα, που δεν φαίνονται.
- Τελικά βρήκες καμμιά δουλειά; - Ε όχι τίποτα φοβερό, βοηθάω ένα γνωστό μου στη δουλειά του και παίρνω κάτι μαύρα.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-12-05 23:38:20+00:00 Last modified 2015-06-13 07:05:42+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments