Update του «είμαι ταπί» στην εποχή του εύκολου πλαστικού χρήματος («πλαστό χρήμα», κατά Άντζελα Δημητρίου). Παράγωγο απ' το ταπί και τον αριθμό pin.

Χαρακτηρίζει τον Νεοέλληνα, που παλιά θα κλαψομουνούσε ότι «δεν έχει μία», «έχει άδεια τσέπη» κ.τ.ό., αλλά σήμερα θεωρεί ότι η αποστήθιση του ενός έως νιοστού αριθμού pin για την πιστωτική του, ή την κάρτα που τον συνδέει με το δανειοδάνειο, αρκεί για τη λύση όλων των προβλημάτων του.

Επίσης: 1. Ταπίν και ψύχραιμος: Ο Νεοέλληνας που χρωστά ιλιγγιώδη ποσά σε δανειοδάνεια, αλλά συνεχίζει ψύχραιμα το ίδιο χλιδάτο ή χλιδαίο στυλ ζωής. 2. Ρέστα, ταπίν και ψύχραιμος.

Ο όρος εισήχθη απ' τον Χάρρυ Κλυνν (πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, εννοείται).

- Κι οικονομικά πώς πας ρε Μπάμπη;
- Άστα και χέστα! Είμαι ταπίν! Δυο χιλιάρικα Ευρώ έχω αυτή τη στιγμή στο πορτοφόλι μου! Τα σήκωσα το πρωί απ' το δανειοδάνειο!

(από Khan, 05/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified