Όρος όμοιος με το «κακσάκας» (από το αγγλικό «cocksucker»), αλλά βαρύτερος.
- Νά τον κακσάαααακαρα που είπε την αδελφή μου πουτάνα μπροστά σ' όλους. Άντε, μάζεψε τα δόντια του άμα τελειώσω...
Got a better definition? Add it!
Published 2007-02-16 15:03:50+00:00 Last modified 2015-05-09 19:37:07+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments