Όρος όμοιος με το «κακσάκας» (από το αγγλικό «cocksucker»), αλλά βαρύτερος.

- Νά τον κακσάαααακαρα που είπε την αδελφή μου πουτάνα μπροστά σ' όλους. Άντε, μάζεψε τα δόντια του άμα τελειώσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified