Η επίμονη, από την πλευρά κάποιου άλλου, επανάληψη μιας κουβέντας (συνήθως συμβουλευτικής) ή πράξης (ενοχλητικής).

σχετικά: τροπάριο, αμανές, τραγούδι, μπίρι-μπίρι, κά.

  1. - Κόφ' το αυτό το βιολί επιτέλους, με ζάλισες από το πρωί... εντάξει, θα πάω να ζητήσω συγνώμη στη Μάρθα, αλλά όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή.

  2. Νέο βιολί βρήκαμεεεεε... Ο από κάτω, κάθε βράδυ πριν να πέσει για ύπνο παίζει μια παρτίδα τάβλι με τον εαυτό του και μου σπάει καβλί, ακούγεται λες και το έχω δίπλα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified