Ο παίκτης του χρηματιστηρίου ο οποίος επιδίδεται στο σορτ σέλλινγκ, δηλαδή δανείζεται μετοχές σε μια τιμή πληρώνοντας κάποια προμήθεια, τις πουλάει ακριβότερα, τις γυρίζει πίσω, κρατάει την διαφορά.

Αυτή η άνοδος του χρηματιστηρίου οφείλεται στους σορτάκηδες.

Από το αγγλικό short selling, που γενικότερα αναφέρεται στην πώληση αγαθού από κάποιον, χωρίς αυτός να κατέχει το αγαθό τη στιγμή της πώλησης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

O σορτάκιας πουλάει μετοχές πού δεν έχει στην κατοχή του και τζογάρει ότι η τιμή της θα είναι χαμηλότερη όταν είναι να την παραδώσει. Αν του κάτσει, κερδίζει όταν οι τιμές πέφτουν (γίνεται το «χώσιμο της αρκούδας»).