Ο μαστροπός. Τουρκική λέξη για τον «δικηγόρο». Μεταφορικά, όποιος εμφανίζεται ως προστάτης ενός χώρου με το αζημίωτο.
Οι ΗΠΑ έχουν εξελιχθεί σε νταβατζή του πλανήτη.
Έχουν γίνει νταβατζήδες του συνδικαλιστικού κινήματος.
Ο μαστροπός. Τουρκική λέξη για τον «δικηγόρο». Μεταφορικά, όποιος εμφανίζεται ως προστάτης ενός χώρου με το αζημίωτο.
Οι ΗΠΑ έχουν εξελιχθεί σε νταβατζή του πλανήτη.
Έχουν γίνει νταβατζήδες του συνδικαλιστικού κινήματος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
4 comments
poniroskylo
Στα τούρκικα, dava=νομική υπόθεση, αγωγή, davaci (νταβατζή)=ο ενάγων, ο μηνυτής και davali (νταβαλή)=ο κατηγορούμενος. Ο δικηγόρος είναι avukat.
Hank
Να υποθέσω ότι στα τουρκικά τα λεφτά που πληρώνεις για μια δίκη λέγονται «νταβατζιλίκι»;
Dirty Talking
Με την ευκαιρία, το νταβαντούρι από εκεί βγαίνει κι αυτό;
deinosavros
Οι Κλέφτες, στη γλώσσα τους, αποκαλούν τον Κλεπταποδόχο Νταβατζή.
(Πετρόπουλος, Εγχειρίδιο )
[I]Κι όταν θα ρίξω και καμιά ρεζέρβα που τη λέμε
την πάω για τον νταβατζή κι αμέσως κονομιέμαι.[/I]
(Μιχ. Γενίτσαρης, Ο Σαλταδόρος ).