Το slangically correct λόγιο ισοδύναμο της μαλακίας. Η «παλινδρόμηση» είναι μεσαιωνική λέξη (η αντίστοιχη αρχαία είναι «παλινδρομία») που σημαίνει την κίνηση εναλλάξ προς τα εμπρός και τα πίσω, όπως λ.χ. όταν φτιάχνουμε φραπέ. Είναι, λοιπόν, ευνόητος ο λόγος για τον οποίο η εν λόγω λέξη προσφέρεται για μια εντέχνως λόγια απόδοση του «μαλακία», είτε για λόγους σαβουάρ-βίβρ, είτε για εμπειρίκεια αρχαιοκαυλία, είτε απλά για χαβαλέ. Το πλήρες είναι «ενδοπαλαμική (πεο)παλινδρόμηση». Υπάρχει και ομώνυμο μουσικό συγκρότημα. Παραλλαγή είναι η έμπους παλινδρόμηση.
(Από διήγημα με επιδράσεις Εμπειρίκου):
Και τότε εισήλθε η κορασίς και τον παλινδρόμησε, ατενίζοντας υποδορίως προς τα έτερα ανάκλιντρα.
4 comments
Vrastaman
Το ένα χέρι στο τιμόνι
Το άλλο μες' το παντελόνι
Το ένα κάνει περιστροφικές
Και το άλλο παλινδρομικές!
Hank
Μια Μπαμπινιωτοειδής παρατήρηση: Το σωστό δεν είναι «παλινδρομιστές», εφόσον δεν υπάρχει ρήμα «παλινδρομίζω», αλλά «παλινδρομούντες» ή «παλίνδρομοι», αν και το τελευταίο πρέπει να αναφέρεται μάλλον στο πέος, κι όχι στην κίνηση που εκτελεί χειρ τις ή πους τις.
Hank
Καραλώλ το ποίημα, Βράστα, παραπέμπει σε φάσεις «Νυχτοκάματο του Τρόμου», βλ. 2ο μύδι.
Hank
ΥΓ. Προφανώς μου είχε διαφύγει το λήμμα ενδοπαλαμικός πεοπαλινδρομητής. Επιβεβαιώνεται το «ουδέν καινόν υπό το σλανγκ τζη αρ».