Η χάρη (συνήθως παράνομη, κρυφή) που ζητάμε από κάποιον να κάνει για εμάς.
-Τα έκανα πλακάκια με την γραμματέα του υπουργού και είπε οτι εντάξει, θα μας το κάνει το ρουσφέτι.
You do not have permission to view this page!
You may be allowed to view this page if you log in below.
Η χάρη (συνήθως παράνομη, κρυφή) που ζητάμε από κάποιον να κάνει για εμάς.
-Τα έκανα πλακάκια με την γραμματέα του υπουργού και είπε οτι εντάξει, θα μας το κάνει το ρουσφέτι.
Βλ. και κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: bluetooth, ρουσφετοπωλείο
Got a better definition? Add it!
1 comment
deinosavros
Αραβικής αρχής οθωμ. rüşvet = τα χρήματα ή δώρα που δίνονται ως δωροδοκία σε έναν υπεύθυνο αξιωματούχο/υπάλληλο κλπ για να διεκπεραιώσει μιά δουλειά.