(αλλιώς: γέρο-μολιμέντο). Αυτός που είναι πολύ γέρος και έχει ξεμωράνει τελείως. Συνήθως συνοδεύεται από γεροντικές ασθένειες όπως αυτή του parkinson και η επαφή του με το περιβάλλον είναι περιορισμένη.
Ο προηγούμενος Πάπας στα τελευταία του είχε γίνει σκέτο μολιμέντο! Και ήθελε να έχει και ferrari κι ολας!!
3 comments
markar
Εγώ για να πω την αλήθεια,πρώτη φορά το ακούω έτσι.Το ξέρω σαν «ραμολιμέντο».Όσο ζεις μαθαίνεις.:)
zentai
Όχι μόνο εξ ακοός αλλό όποιο λεξικό κ αν όνοιξα παντού βρήκα τη λέξη ραμολιμέντο και πουθενα μολιμέντο.
Ο ΑΛΛΟΣ
Τούτ' αυτό καγώ. Αλλά δεν αποκλείεται να υπάρχει κι έτσι (όπως το μύριο, η ράφλα [=καράφλα], το γάρο κλπ.).