(αλλιώς: γέρο-μολιμέντο). Αυτός που είναι πολύ γέρος και έχει ξεμωράνει τελείως. Συνήθως συνοδεύεται από γεροντικές ασθένειες όπως αυτή του parkinson και η επαφή του με το περιβάλλον είναι περιορισμένη.

Ο προηγούμενος Πάπας στα τελευταία του είχε γίνει σκέτο μολιμέντο! Και ήθελε να έχει και ferrari κι ολας!!

Δες και ραμολιμέντο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
markar

Εγώ για να πω την αλήθεια,πρώτη φορά το ακούω έτσι.Το ξέρω σαν «ραμολιμέντο».Όσο ζεις μαθαίνεις.:)

#2
zentai

Όχι μόνο εξ ακοός αλλό όποιο λεξικό κ αν όνοιξα παντού βρήκα τη λέξη ραμολιμέντο και πουθενα μολιμέντο.

#3
Ο ΑΛΛΟΣ

Τούτ' αυτό καγώ. Αλλά δεν αποκλείεται να υπάρχει κι έτσι (όπως το μύριο, η ράφλα [=καράφλα], το γάρο κλπ.).