(αλλιώς: γέρο-μολιμέντο). Αυτός που είναι πολύ γέρος και έχει ξεμωράνει τελείως. Συνήθως συνοδεύεται από γεροντικές ασθένειες όπως αυτή του parkinson και η επαφή του με το περιβάλλον είναι περιορισμένη.

Ο προηγούμενος Πάπας στα τελευταία του είχε γίνει σκέτο μολιμέντο! Και ήθελε να έχει και ferrari κι ολας!!

Δες και ραμολιμέντο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified