Πατηγκά: Προέρχεται από την γρήγορη συνήθως, εκφορά της φράσης "Πάω να την κάνω", δηλ. φεύγω. Στη μη συνημμένη εκδοχή πατηγκάω κλίνεται ως πατηγκάω, -ας -άει, -άμε, -άτε, -άνε .

- Πατηγκά, ρε...
- Φεύγεις;
- Ναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified