Ανάφτρα. (όρος unisex) Ένας άνθρωπος μπουρδέλο που λειτουργεί σε εικοσιτετράωρη βάση. "Ανάβει" τους γύρω της στη δουλειά, στο δρόμο, στο σούπερ μάρκετ, ακόμα και σε κηδείες. Δεν έχει ούτε ιερό ούτε και όσιο.

Μην τσιμπήσεις ρε! Είναι μεγάλη ανάφτρα. Μόλις καταλάβει πως γουστάρεις σε έφτυσε. καθημερινές φράσεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Στην καθομιλουμένη.) Βλακεία, ανακρίβεια, αερολογία κ.λ.π. Επίσης κάτι που δεν αξίζει μία, μια παράσταση για τον πούτσο, μια αποτυχημένη συναυλία κ.λ.π.

Ρε φίλε τι πίπα ήταν αυτή που πήγαμε; Πάρτι για τον πούτσο!

(Στο Σεξ) Πεοθηλασμός.

Τι πίπες λες πάλι μωρέ; Μαλάκα! καθημερινές φράσεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας άνθρωπος καθίκι. Χωρίς ιερό και όσιο. Άλλα λέει και άλλα κάνει. Με τον μανδύα του χριστιανού.

Τι είπες για τους πρόσφυγες; Να πάνε από 'κει που ήρθαν; Να πα να γαμηθούν; Α ρε χριστιανοταλιμπάν! Μικρέ Χιτλερ. Μη σε ξαναδώ στα μάτια μου, μίασμα. θρησκευτικά

Got a better definition? Add it!

Published

χιούμορΠουστερία. Το γνωστό σε όλους κωλάδικο, δηλαδή gay bar. Εναλλακτικά πουστερία είναι ο κάθε χώρος διασκέδασης όπου συναθρoίζονται gay.(καφέ, γνωστό στέκι).

Παράδειγμα: Σε ποια πουστερία ήσουν μωρή λούγκρα;

Got a better definition? Add it!

Published