(μειωτικό)

Ο φανατικός Χριστιανός, αυτός που (σχεδόν) πρεσβεύει την βίαιη επιβολή του Χριστιανισμού.

- Αυτός ο Νώντας μωρ' αδερφάκι μου, μας ζάλισε τον έρωτα χθες το βράδυ. Μια κριτική στον αρχιεπίσκοπο πήγα να κάνω και με σκυλόβρισε το καθίκι... μετά άρχισε το γνωστό παραλήρημα περί της «Εθνοσωτήριου» και γίναμε μπίλιες.
- Εμ... Όταν στα λέω να μην τον κάνεις παρέα αυτόν τον χριστιανοταλιμπάν εσύ δεν μ΄ακούς!

Βλ. και σχετικό λήμμα αγριοχρίστιανος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας άνθρωπος καθίκι. Χωρίς ιερό και όσιο. Άλλα λέει και άλλα κάνει. Με τον μανδύα του χριστιανού.

Τι είπες για τους πρόσφυγες; Να πάνε από 'κει που ήρθαν; Να πα να γαμηθούν; Α ρε χριστιανοταλιμπάν! Μικρέ Χιτλερ. Μη σε ξαναδώ στα μάτια μου, μίασμα. θρησκευτικά

Got a better definition? Add it!

Published