Ο λιακός στην Λακωνική διάλεκτο είναι η ταράτσα.

Απλώσαμε τα σύκα να ξεραθούνε στον λιακό.

Στρώσαμε να κοιμηθούμε στον λιακό.

Got a better definition? Add it!

Published