Η "Κυρά" εδώ είναι η ερωμένη, βλ. "στον Περαία έχω σπίτι (οικογένεια) και στο Πέραμα Κυρά (γκόμενα)". Σημαίνει ότι έχοντας την οικονομική δύναμη μπορείς να κάνεις ο,τι θέλεις ακόμα και αυτό αν είναι μεμπτό.

-Φτάνει πια με τα τσιγαρα/ποτα/γκομενες/ποκεμον, παιδί μου... -Συγγνώμη ρε πατέρα σου ζήτησα δανεικά; Δουλεύω, και με τα λεφτά μου γαμώ και την Κυρά μου

Got a better definition? Add it!

Published