Αγγούρι μεγάλου μήκους κυρίως με προέλευση από τα Καλύβια.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψεις κάποιον με ασυνήθηστα μεγάλο γενιτικό όργανο

"Πωπω, ο Κοσμάς έχει μια γκρούτζα στο παντελόνι του."

Ξυλάγγουρο "Γκρούτζα" Καλυβιότικο/η.

Got a better definition? Add it!

Published