Selected tags

Further tags

Αρχαιόκαυλη λέξη που δοκίμως σημαίνει: α) ρόπαλο σε σχήμα ατράκτου, β) γυμναστικό όργανο, που λέγεται και κορύνα. Συνδέεται ετυμολογικώς με τις λέξεις κόρυς και κόρυθος = περικεφαλαία. Μεταφορικώς σημαίνει το μεγάλο και σκληρό πέος σε στύση. (Δες).

Άρχισε να τη χτυπάει με την κορύνη του.

Got a better definition? Add it!

Published

Το μεγάλο πέος. (Δες).

Με τρίτο πόδι βγήκε από το νοσοκομείο ο τριπόδαρος Τράμπαρος. (ΦΒ).

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει πουτσαράς από το μπιτχάς. Συναντάται κυρίως ως επώνυμο.

Είναι μεγάλος μπιτχαβάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχαιόκαυλη λέξη για τον φαλλό, το μεγάλο πέος. (Δες). Κυρίως σημαίνει: α) ουρά ζώου, β) χερούλι, γ) είδος βλαβερού εντόμου, δ) γλώσσα φωτιάς, ε) ράβδο, και μεταφορικώς τον φαλλό. Συνδέονται ετυμολογικώς οι λέξεις κερκίδα και Κερκόπορτα (=ουραία πίσω πόρτα).

κοῦ μοι τὸ δριμὺ σκῦτος, ἠ βοὸς κέρκος, ᾦ τοὺς πεδήτας κἀποτάκτους λωβεῦμαι; (Ηρώδας, Μιμίαμβοι).

Got a better definition? Add it!

Published

Ετυμολογείται από το τουρκικό matrak = ρόπαλο < αραβικό مطرقة (matrakah = ξυλόσφυρο). Δοκίμως είναι είδος σφυριού με βάρος πάνω από ένα κιλό, σιδερένια παραλληλόγραμμη χοντρή κεφαλή και ξύλινη λαβή. Μεταφορικώς σημαίνει το πέος.

Άρχισε να τη βαράει με τον ματρακά του.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ευμέγεθες πέος.

  1. Μεγάλος μαύρος πύθωνας γαμάει το μουνί τριχωτού κοριτσιού.
  2. Ξανθιά με μεγάλα βυζιά καταστρέφεται από τεράστιο BBC πύθωνα. (Αμφότερα από τσοντοσάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για ευμέγεθες πέος. (Δες).

Μόλις πέταξε έξω τον βόα η κοπελίτσα τρόμαξε γιατί δεν τον περίμενε τόσο μεγάλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεγάλον έχων το πέος ως οιονεί τρίτον πόδα. Και μεταφορικώς αυτός που είναι πολύ καλός σε κάτι που γαμάει και σπέρνει ή που έχει πολύ τσαμπουκά. Χρησιμοποιείται πολύ για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ από οπαδούς του.

  1. Ο τριπόδαρος αυτοκράτορας Τραμπ, ολοκληρωνει την απολυτα επιτυχημενη επισκεψη του στην Σαουδικη Αραβια οπου επεβαλλε Ειρηνη. (ΦΒ).
  2. Τριπόδαρος Τράμπαρος ανοίγει τον φάκελο των Κένεντι.
  3. ΕΦΤΑΣΕ Ο ΤΡΙΠΟΔΑΡΟΣ ΤΡΑΜΠ ΣΤΗΝ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ: ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΥΠΟΔΟΧΗ ΜΕ ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ, ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΚΩΜΟΣΙΑ – ΚΛΑΜΑ ΣΤΙΣ ΔΥΤΙΚΕΣ ΕΛΙΤ, ΣΤΙΣ ΜΚΟ, ΣΤΟΥΣ ΘΙΑΣΩΤΕΣ ΤΗΣ WOKE ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗΣ, ΣΤΟΥΣ ΛΑΘΡΟΛΑΓΝΟΥΣ – ΑΠΟ ΤΡΙΤΗ ΠΙΑΝΕΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΞΗΛΩΝΕΙ ΤΗ ΣΑΠΙΛΑ. (Μακελειό).

Got a better definition? Add it!

Published

Αγγούρι μεγάλου μήκους κυρίως με προέλευση από τα Καλύβια.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψεις κάποιον με ασυνήθηστα μεγάλο γενιτικό όργανο

"Πωπω, ο Κοσμάς έχει μια γκρούτζα στο παντελόνι του."

Ξυλάγγουρο "Γκρούτζα" Καλυβιότικο/η.

Got a better definition? Add it!

Published

Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.

- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)

Too beaucoup! (1'18'')

Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...

- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη...
(Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)

with the sympathy

...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified