Καΐκι σημαίνει ο άντρας που η γκόμενά του τον σέρνει από την μύτη...
Αλλιώς ονομάζεται καράβι.
- Που ήσουν ρε φίλε Κώστα; Γιατί δεν ήρθες;
- Δεν μπορούσα ρε φίλε, ήμουν με την δικιά μου.
Καΐκι σημαίνει ο άντρας που η γκόμενά του τον σέρνει από την μύτη...
Αλλιώς ονομάζεται καράβι.
- Που ήσουν ρε φίλε Κώστα; Γιατί δεν ήρθες;
- Δεν μπορούσα ρε φίλε, ήμουν με την δικιά μου.
Got a better definition? Add it!