Ο τύπος που ασχολείται με το τραγούδι και την κιθάρα του και αυτοαποκαλείται έντεχνος.

Τον πετυχαίνεις συνήθως στα casting των ριάλιτι τύπου fame story και στον ελεύθερο χρόνο του όταν δεν βλέπει τηλεόραση (mad tv), πάει γυμναστήριο ή προσπαθεί να προσεγγίσει γκόμενες (αν τον ενδιαφέρουν) κουβαλώντας την κιθάρα του στον ώμο για να τους πιάνει κουβέντα.

Ο τύπος που στο σχολείο αναλάμβανε πάντα να τραγουδήσει στην γιορτή της 17ης Νοέμβρη.

- Αγάπη μου δεν μπορώ να βρεθούμε σήμερα γιατί είμαι σε φόρμα και λέω να μείνω μόνος με την κιθάρα μου και να γράψω τραγούδια.
- Ουφ, καλά, αλλά να ξέρεις ότι καμιά φορά γίνεσαι πολύ χατζηγιάννης...

Χατζανδρέου. "Στον ελεύθερο χρόνο του [...] πάει γυμναστήριο. Ο τύπος που στο σχολείο αναλάμβανε πάντα να τραγουδήσει στην γιορτή της 17ης Νοέμβρη." (από Khan, 28/01/13)(από Khan, 18/12/14)

Βλ. και Οτεγιάννης, κατσιμηχέσω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν του κάθονται οι γκόμενες που θέλει γιατί τον βλέπουν σαν φίλο και γιατί κοντεύει να χωθεί κι αντί να τις φιλάει όταν τις επιστρέφει σπίτι τις καληνυχτίζει. Ο wannabe γκόμενος που είναι όμως πάντα ο καλύτερος φίλος των κοριτσιών.

- Τελικά ο Μάκης το έριξε το Μαράκι από τη σχολή;
- Όχι λέει, τελικά του μίλαγε όλο το βράδυ για τον πρώην της. Έλα μωρέ, τι ασχολείσαι κι εσύ με τον καληνυχτάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από τις δύο αγγλικές λέξεις fuck + run. Αυτός που πηδάει από δω κι από κει, αφού παραμυθιάζει τον ηλίθιο κόσμο με αγάπες και λουλούδια, κι όταν κάνει την δουλειά του εξαφανίζεται τυχαία επειδή ξέχασε τον θερμοσίφωνα ανοιχτό ή επειδή ο αδελφός του δεν έχει κλειδιά να μπει στο σπίτι κλπ.

Τι φακράνας ήταν αυτός ο χθεσινός! Ούτε πώς με λένε δεν ρώτησε όταν τελειώσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό '80's είδωλο, πρωταγωνιστής μιας μεγάλης κολλεκτίβας ελληνικών ταινιών τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Ο πιο γωστός ρόλος του είναι το «αλάνι», μηχανόβιος, σκληρός αλλά ευαίσθητος όταν γνωρίζει τον αληθινό έρωτα.

Ο όρος Γαρδέλης χρησιμοποιείται για μηχανόβιους που κάνουν συνήθως επίδειξη της «ρόδας» τους σε ανυποψίαστες κοπέλες τύπου Σοφίας Αλιμπέρτη (αυτός που μόλις σε έχει πάρει ο ύπνος και κάνει γύρους το τετράγωνο με ταχύτητα λες και παίρνει μέρος σε ράλλυ).

Έρχεται ένας φίλος σου όλο χαρά, να σου δείξει την καινούργια του ρόδα που μπορεί να είναι κι ένα απλό παπί και γκαζώνει με ύφος «Καβαλάω Harley, μάγκες».

Εκεί εσύ γυρνάς και λες: «Καλώς τον Γαρδέλη!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified